- πεδικλώ
- -όω και πεδουλκώ ΝΜ, πεδικλώνω και περδικλώνω και πεδουκλώνω και περδουκλώνω και πεδοκλώνω Ν(για πρόσ. και ζώα) βάζω πέδη ή πέδικλο στα πόδια (και κατ' επέκτ. στα χέρια) για να εμποδίσω τις κινήσειςνεοελλ.1. κάνω κάποιον να πέσει παρεμβάλλοντας κάτι ανάμεσα στα πόδια του, βάζω τρικλοποδιά2. (μέσ. και παθ.) πεδικλώνομαικαθώς βαδίζω μπερδεύονται τα πόδια μου σε ένα εμπόδιο και πέφτω, σκοντάφτω3. (κυριολ. και μτφ.) περιζώνω, τυλίγομαι γύρω από κάτι ή κάποιον (α. «στο κρύφιο μονοπάτι που πεδικλώνει το βουνό», Ζερβ.β. «τόν επεδίκλωσε στην αγκαλιά της»)4. μτφ. τυλίγω κάποιον στα δίχτια μου, τόν εκμεταλλεύομαι («από δω από 'κει είχαν, τόν πεδίκλωσαν και τόν έκαναν να τήν πάρει»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδικλον (πρβλ. μπουρδουκλώνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.